οδόντωση
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
η οδοντώνω
1. η εμφάνιση τών πρώτων δοντιών στον άνθρωπο, η οδοντοφυΐα
2. εγκοπές και προεξοχές με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων
3. τεχνολ. το σύνολο τών εγκοπών και τών προεξοχών, δηλαδή τών δοντιών, μεταλλικού οδοντωτού τροχού
4. φρ. «οδόντωση ακτής» — διαμόρφωση ακτής με πολλές διαδοχικές προεξοχές προς τη θάλασσα.