οικοπεδοφάγος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + -φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].