οινοπνευματούχος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει οινόπνευμα, αλκοολούχος («οινοπνευματούχα ποτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].