γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο, θηλ. οινοπώλις (Α οἰνοπώλης, θηλ. οἰνοπῶλις και οἰνόπωλις, -ιδος)πωλητής κρασιού, κρασοπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πώλης (< πωλῶ)].