οκνά

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

η
είδος ξανθής φυτικής βαφής, ο κινάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συνεκφορά του άρθρου ο με τη λ. κνας, άλλο τ. της λ. κινάς, ο «κόκκινη βαφή»].