ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
ὀκτάπεδος, -ον (α)
(δωρ. τ.) οκτάπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξάπεδος].