οκωχή

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ὀκωχή, ἡ (Α)
(αντί ὄχή) στήριγμα, υποστήριξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)].