ολιγήρης

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

ὀλιγήρης, -ῆρες (Α)
λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. λευκήρης, μεσήρης)].