ολιγιστάκις
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
ὀλιγιστάκις (Α)
επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστάκις)].