Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ὀλιγόμισθος, -ον (Α)αυτός που παίρνει μικρό μισθό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + μισθός.