ολονυχτία

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

και ολονυκτία, η
1. αγρύπνια καθ' όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση
2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα
3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. ὁλονύκτιος.