ολόχαρος

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
γεμάτος χαρά, περιχαρής.
επίρρ...
ολόχαρα
με μεγάλη χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + -χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρόχαρος].