ομοδίαιτα

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source

Greek Monolingual

ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ)
το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δίαιτα (πρβλ. αβροδίαιτα)].