ομοιοκλινής

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

ὁμοιοκλινής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει όμοια κλίση
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισοκλινής].