ομοιότεχνος
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
Greek Monolingual
ομοιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με έναν άλλο, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. πολύτεχνος].