ομολεχής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
ὁμολεχής, -ές (Α)
ομόλεκτρος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινολεχής].