ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)ομόγνωμος, ομόφρωννεοελλ.αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων. επίρρ...ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως)με ομοψυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακόθυμος)].