ονειδίζω

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειδίζω) όνειδος
1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω
2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῦσιν», Λυσ.)
3. περιπαίζω, χλευάζω
4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω.