ονειροπόλημα

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

το (Α ὀνειροπόλημα) ονειροπολώ
νεοελλ.
1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες
2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία, χιμαιρικός πόθος, απραγματοποίητος πόθος, χίμαιρα
αρχ.
όνειρο, ενύπνιο.