ονεύω

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source

Greek Monolingual

ὀνεύω (Α) όνος
1. έλκω κάτι με μοχλό («ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον ἀναδούμενος τοὺς σταυροὺς καὶ ἀνέλκων», Θουκ.)
2. ανεβάζω, σύρω προς τα επάνω («τὸν πέπλον... ἕλκουσ' ὀνεύοντες», Στράττ.)
3. μέσ. (κατά τον Ερωτιαν.) «ὀνεύεσθαι. τείνειν».