Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ονοβατώ

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

ὀνοβατῶ, -έω (Α)
1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο
2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορειβατώ].