ονοματολάτρες

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

οι
προσωνυμία Ρώσων μοναχών του Αγίου Όρους οι οποίοι δέχονται την ύπαρξη θείας ιδιότητας και σ' αυτό ακόμη το όνομα του Ιησού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + λάτρης].