ονοματομάχος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ὀνοματομάχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται για τα ονόματα, δηλ. τις λέξεις, ή για τη χρήση όρων και εκφράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. λεοντομάχος].