ονοματοποιία

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀνοματοποιΐα) ονοματοποιός
σχηματισμός ονομάτων, λέξεων, κυρίως με απομίμηση φυσικών ήχων, λ.χ. θρους, τιτιβίζω
νεοελλ.
ο σχηματισμός ονομάτων, η δημιουργία, νέων ιδίως, λέξεων.