ονοσφαγία

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

ὀνοσφαγία, ἡ (Α)
θυσία με σφαγιασμό όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -σφαγία (< -σφαγος < σφάζω), πρβλ. τεκνοσφαγία].