τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
ὀνόγαστρις, ἡ (Α)(ποιητ. τ.) αυτή που έχει μεγάλη κοιλιά, προγάστωρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + γαστήρ, γαστρός].