ονόπορδο

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

το (Α ὀνόπορδον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών συνθέτων, με 40 περίπου είδη, από τα οποία 10 είδη είναι αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά σήμερα με τις κοινές ονομασίες αγκάθια ή αγριαγκινάρες ή γαϊδουράγκαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πορδή.