οξύθηκτος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ὀξύθηκτος, -ον (Α)
1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός
2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος.
επίρρ...
ὀξυθήκτως (Α)
με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία, με πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -θηκτος (< θήγω), πρβλ. αυτόθηκτος].