Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
ὀπωροφθισία, ἡ (Μ)
το τέλος της εποχής της οπώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φθίσις (< φθίνω) κατά τα θηλ. σε -ία].