τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
(Α ὁραματίζομαι) όραμανεοελλ.1. βλέπω οράματα, οπτασίες2. ονειροπολώ για κάτι που ποθώ και αισιοδοξώ ότι θα γίνει, φαντάζομαι («οι νέοι οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο»)αρχ.βλέπω, παρατηρώ.