οριζοντίωση

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

η οριζοντιώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οριζοντιώνω, οριζόντια τοποθέτηση
2. (τοπογρ.) η οριζόντια τοποθέτηση της γραμμής ή του επιπέδου τών κάθε είδους οργάνων που χρησιμοποιούνται στις γεωμετρογραφικές επιστήμες.