ορμητικός

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁρμητικός, -ή, -όν) ορμώ
αυτός που εκδηλώνεται με ένταση, με δύναμη, σφοδρός
μσν.
(για έμβια όντα) αυτός που ενεργεί ή κινείται με ορμή, με βία
αρχ.
1. αυτός που έχει έντονη κλίση ή επιθυμία για κάτι
2. ερεθιστικός, διεγερτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρμητικόν
ακάθεκτη ορμή.
επίρρ...
ορμητικώς και -ά (ΑΜ ὁρμητικῶς)
με ορμητικό, σφοδρό τρόπο
αρχ.
με έντονη κλίση ή τάση για κάτι.