οροθετώ
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(ΑΜ ὁροθετῶ, -έω) οροθέτης
1. προσδιορίζω τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα, θέτω τα όρια μιας περιοχής
2. μτφ. καθορίζω.