οροθύνω

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

ὀροθύνω (ΑΜ)
1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω
2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε -ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. ορ- του ὄρνυμι «εγείρω» και του ρήματος θύνω «ορμώ» θεωρείται μάλλον παρετυμολογική].