ορολεύκωμα

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, και ορολευκωματίνη, η
(βιοχ.) μη εν χρήσει σήμερα όρος για την οροαλβουμίνη ή αιματολευκωματίνη.