ορφανικός

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρφανικός, -ή, -όν) ορφανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ' ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῖκα», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρφανικά
η περιουσία και τα συμφέροντα τών ορφανών
3. φρ. «ἦμαρ ὀρφανικόν» — η μέρα που ορφανεύει κάποιος.
επίρρ...
ὀρφανικῶς (ΑΜ)
με την τύχη που έχουν οι ορφανοί.