οσμύλη
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
ὀσμύλη, ἡ (Α)
ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχύλη)].