οφθάλμιος

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

ὀφθάλμιος, -ον (Α) οφθαλμός
1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια
α) η περιοχή τών οφθαλμών
β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα.