οφθαλμαπάτη

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

η
η κατάσταση κατά την οποία βλέπει κάποιος πράγματι ανύπαρκτα ή διαφορετικά από τα υπάρχοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αρ. Προβελέγιο].