πάπλωμα

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

το
είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση του ἅπλωμα.