πάσα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η πασάρω
1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι
2. (αθλ.) μεταβίβαση της μπάλας από παίκτη σε παίκτη
3. φρ. «κάνω πάσα» — κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση.