Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέτο

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

και πέττο, το, Ν
το αναδιπλωμένο τμήμα σε αντρικό σακάκι ή παλτό και σε διάφορα γυναικεία ενδύματα που αντιστοιχεί στο αριστερό ή δεξιό μέρος του θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petto < λατ. pectus «στήθος»].