παγγενής
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
German (Pape)
[Seite 434] ές, von allen Arten, erst Sp.; – mit dem ganzen Geschlecht, παγγενῆ, VLL. u. Sp., was aber wohl in παγγενεί zu ändern ist, obwohl es E. M ausdrücklich aus dem accus. ableitet, vgl. Lob. Phryn. p. 515.
Greek (Liddell-Scott)
παγγενής: -ές, (γενέσθαι) παντὸς γένους ἢ εἴδους, Ἐκκλ. 2) ὁ μετὰ παντὸς τοῦ γένους αὐτοῦ, ὑπὸ τὴν ὁποίαν σημασίαν τὸ παγγενεὶ ἔκειτο ὡς ἐπίρρ., παγγενεί τε καὶ πανδημεὶ Ξάνθος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ξάνθος περὶ τὸ τέλος ― ἐκριζωθήσεται παγγενεὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 916· πανδημεί τε καὶ παγγενεὶ Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 27· περὶ τοῦ τύπου ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 647. 53, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 515. ― ὡσαύτως παγγενῶς, Νικήτ. Εὐγεν.
Greek Monolingual
παγγενής, -ές (Α)
1. ο κάθε είδους, παντοειδής
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ
με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη.
επίρρ...
παγγενῶς (Μ)
με κάθε γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ- (πρβλ. συγγενής)].