παγγενεί

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγγενεί Medium diacritics: παγγενεί Low diacritics: παγγενεί Capitals: ΠΑΓΓΕΝΕΙ
Transliteration A: pangeneí Transliteration B: pangenei Transliteration C: paggenei Beta Code: paggenei/

English (LSJ)

Adv. with one's whole race, π. τε καὶ πανδημεί Xanth.10; ἐκριζωθήσεται π. IG3.1423, 1424: written παγγενῆ in EM647.53, v.l. in Ael.NA17.27.

German (Pape)

[Seite 434] mit dem ganzen Geschlechte, Poll. 9, 143 u. Xanth. bei Suid. v. Ξάνθος; u. so auch Ael. H. A. 17, 27 πανδημεί τε καὶ παγγενεί zu schreiben für παγγενῆ. Vgl. παγγενής.

Greek (Liddell-Scott)

παγγενεί: Ἐπίρρ., ἴδε παγγενής.

Greek Monolingual

παγγενεί και παγγενῆ (Α)
επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῖ», Επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. μηδαμεί)].