παγγυναικί

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγγῠναικί Medium diacritics: παγγυναικί Low diacritics: παγγυναικί Capitals: ΠΑΓΓΥΝΑΙΚΙ
Transliteration A: pangynaikí Transliteration B: pangynaiki Transliteration C: paggynaiki Beta Code: paggunaiki/

English (LSJ)

Adv. with all their women, παμπαιδὶ καὶ π. D. C.41.9.

German (Pape)

[Seite 435] mit allen Frauen, neben παμπαιδὶ παρῆσαν, D. Cass. 41, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παγγῠναικί: Ἐπίρρ. μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν, παμπαιδὶ καὶ παγγυναικί, μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων, Δίων Κ. 41. 9.

Greek Monolingual

παγγυναικί (Α)
επίρρ. μαζί με όλες τις γυναίκες («παμπαιδὶ καὶ παγγυναικὶ παρῆσαν», Δἴων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γυνή, γυναικός + επιρρμ. κατάλ. -ί].