παιδογόνιον

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

παιδογόνιον, τὸ (Α) παιδογόνος
1. η γέννηση τέκνου
2. στον πληθ. τὰ παιδογόνια (ενν. ἱερά)
εορτή για τη γέννηση παιδιού.