παιχνιδιάρικος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
και παιγνιδιάρικος, -η, -ο παιχνιδιάρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα»)
2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος.
επίρρ...
παιχνιδιάρικα
με παιχνιδιάρικο τρόπο.