παλιατζήδικο
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
Greek Monolingual
το
κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες του παλιατζής + κατάλ. -ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)].