Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλιατζήδικο

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

το
κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες του παλιατζής + κατάλ. -ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)].