παλιμπράτης

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπράτης Medium diacritics: παλιμπράτης Low diacritics: παλιμπράτης Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: palimprátēs Transliteration B: palimpratēs Transliteration C: palimpratis Beta Code: palimpra/ths

English (LSJ)

[πρᾱ], ου, ὁ, = παλιγκάπηλος, Socr.Ep.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = παλιγκάπηλος, Σωκρ. Ἐπιστολ. 1.

Greek Monolingual

παλιμπράτης, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μεταπράτης.

German (Pape)

[ρᾱ], ὁ, = παλιγκάπηλος, epist. Socrat. 1a.