παλιμπράτης
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
[πρᾱ], ου, ὁ, = παλιγκάπηλος, Socr.Ep.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = παλιγκάπηλος, Σωκρ. Ἐπιστολ. 1.
Greek Monolingual
παλιμπράτης, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μεταπράτης.
German (Pape)
[ρᾱ], ὁ, = παλιγκάπηλος, epist. Socrat. 1a.