παλινωδώ
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
Greek Monolingual
(Α παλινῳδώ -έω)
ανακαλώ όσα είπα προηγουμένως
αρχ.
1. ψάλλω ωδή αντίθετη με την προηγούμενη
2. επαναλαμβάνω ωδή
3. (γενικά) επαναλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ῳδῶ (< -ῳδός < ὠδή), πρβλ. κιθαρωδώ].